εὐαρδής: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐαρδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.)<br /><b>2.</b> αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αρδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρδω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεο</i>-<i>αρδής</i>].
|mltxt=[[εὐαρδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.)<br /><b>2.</b> αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αρδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρδω]]), [[πρβλ]]. <i>νεο</i>-<i>αρδής</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐαρδής:''' хорошо орошающий (ὕδατα Plut.).
|elrutext='''εὐαρδής:''' хорошо орошающий (ὕδατα Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαρδής Medium diacritics: εὐαρδής Low diacritics: ευαρδής Capitals: ΕΥΑΡΔΗΣ
Transliteration A: euardḗs Transliteration B: euardēs Transliteration C: evardis Beta Code: eu)ardh/s

English (LSJ)

ές, A well-watered, γῆ Agath.5.12.

German (Pape)

[Seite 1057] ές, gut bewässernd, ὕδατα, Plut. qu. n. 4, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαρδής: -ές, ὁ καλῶς ἀρδεύων, ποτίζων, Πλούτ. 2. 912F· πιθαν. ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ εὐαλδής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui arrose bien.
Étymologie: εὖ, ἄρδω.

Greek Monolingual

εὐαρδής, -ές (Α)
1. αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.)
2. αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αρδης (< άρδω), πρβλ. νεο-αρδής].

Russian (Dvoretsky)

εὐαρδής: хорошо орошающий (ὕδατα Plut.).