εὐκατάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκατάλλακτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατ</i>-<i>αλλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[αλλάσσω]] «[[συμφιλιώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακατ</i>-<i>άλλακτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>κατ</i>-<i>άλλακτος</i>].
|mltxt=[[εὐκατάλλακτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατ</i>-<i>αλλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[αλλάσσω]] «[[συμφιλιώνω]]»), [[πρβλ]]. <i>ακατ</i>-<i>άλλακτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>κατ</i>-<i>άλλακτος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐκατάλλακτος:''' легко примиряющийся, незлопамятный Arst.
|elrutext='''εὐκατάλλακτος:''' легко примиряющийся, незлопамятный Arst.
}}
}}

Revision as of 09:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάλλακτος Medium diacritics: εὐκατάλλακτος Low diacritics: ευκατάλλακτος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: eukatállaktos Transliteration B: eukatallaktos Transliteration C: efkatallaktos Beta Code: eu)kata/llaktos

English (LSJ)

ον, A easily appeased, placable, opp. μνησίκακος, Arist.Rh.1381b5, cf. Vit.Philonid.p.3C., LXX 3 Ma.5.13. Adv. -τως, ἔχειν πρός τινας Sch.S.Aj.1345.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht auszusöhnen, Arist. rhet. 2, 4. – Adv., Schol. Soph. Ai. 1345.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλατόμενος, καταπραϋνόμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 17. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1344.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à apaiser.
Étymologie: εὖ, καταλλάσσω.

Greek Monolingual

εὐκατάλλακτος, -ον (Α)
αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-αλλακτος (< κατ-αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατ-άλλακτος, δυσ-κατ-άλλακτος].

Russian (Dvoretsky)

εὐκατάλλακτος: легко примиряющийся, незлопамятный Arst.