ζιζανιοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζιζανιοκτόνο</i> ([[φάρμακο]])<br />χημικό [[παρασκεύασμα]] που χρησιμοποιείται στην [[καταπολέμηση]] τών ζιζανίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζιζάνιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), | |mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζιζανιοκτόνο</i> ([[φάρμακο]])<br />χημικό [[παρασκεύασμα]] που χρησιμοποιείται στην [[καταπολέμηση]] τών ζιζανίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζιζάνιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[πρβλ]]. <i>εντομο</i>-[[κτόνος]], <i>πατρο</i>-[[κτόνος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια
2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο)
χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + -κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο-κτόνος, πατρο-κτόνος.