ημεδαπός: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἡμεδαπός]], -ή, -όν)<br />αυτός που προέρχεται από τη δική μας [[χώρα]], [[ομοεθνής]], [[εγχώριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. με α' συνθετικό <i>ημεδ</i>- (θ. <i>ημε</i>- του [[ημείς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δ</i>- που απαντά και στην κτητική αντων. της αρχ. ιδν. <i>asmad</i>-<i>iya</i> «[[ημέτερος]]») και β' συνθετικό -<i>απός</i> (<span style="color: red;"><</span> IE -<i>nk</i><sup>w</sup><i>o</i>-) αντίστοιχο του λατ. -<i>inquos</i> ( | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἡμεδαπός]], -ή, -όν)<br />αυτός που προέρχεται από τη δική μας [[χώρα]], [[ομοεθνής]], [[εγχώριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. με α' συνθετικό <i>ημεδ</i>- (θ. <i>ημε</i>- του [[ημείς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δ</i>- που απαντά και στην κτητική αντων. της αρχ. ιδν. <i>asmad</i>-<i>iya</i> «[[ημέτερος]]») και β' συνθετικό -<i>απός</i> (<span style="color: red;"><</span> IE -<i>nk</i><sup>w</sup><i>o</i>-) αντίστοιχο του λατ. -<i>inquos</i> ([[πρβλ]]. <i>propinquos</i> «[[πλησίον]], [[συγγενής]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], «σύνθετο εκ συναρπαγής» από [[παλιά]] αμάρτυρη αφαιρετική <i>ασμεδ</i>- του [[ημείς]] ([[πρβλ]]. αντίστοιχο αρχ. ινδ. <i>asmad</i>) και την [[πρόθεση]] <i>από</i> («από εμάς»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἡμεδαπός, -ή, -όν)
αυτός που προέρχεται από τη δική μας χώρα, ομοεθνής, εγχώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α' συνθετικό ημεδ- (θ. ημε- του ημείς + -δ- που απαντά και στην κτητική αντων. της αρχ. ιδν. asmad-iya «ημέτερος») και β' συνθετικό -απός (< IE -nkwo-) αντίστοιχο του λατ. -inquos (πρβλ. propinquos «πλησίον, συγγενής»). Κατ' άλλη άποψη, «σύνθετο εκ συναρπαγής» από παλιά αμάρτυρη αφαιρετική ασμεδ- του ημείς (πρβλ. αντίστοιχο αρχ. ινδ. asmad) και την πρόθεση από («από εμάς»)].