ηπατίτιδα: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM ἡπατῑτις)<br />[[οξεία]] ή [[χρόνια]] [[φλεγμονή]] του [[ήπατος]], διάχυτη ή εστιακή, την οποία [[συνήθως]] προκαλεί [[λοιμώδης]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπαρ]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ίτις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ικτερ</i>-<i>ίτις</i>)].
|mltxt=η (AM ἡπατῑτις)<br />[[οξεία]] ή [[χρόνια]] [[φλεγμονή]] του [[ήπατος]], διάχυτη ή εστιακή, την οποία [[συνήθως]] προκαλεί [[λοιμώδης]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπαρ]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ίτις</i> ([[πρβλ]]. <i>ικτερ</i>-<i>ίτις</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (AM ἡπατῑτις)
οξεία ή χρόνια φλεγμονή του ήπατος, διάχυτη ή εστιακή, την οποία συνήθως προκαλεί λοιμώδης αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -τος + -ίτις (πρβλ. ικτερ-ίτις)].