ιδιόπλαστος: Difference between revisions

From LSJ

κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰδιόπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλάστηκε [[μόνος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>πλαστος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>πλαστος</i>].
|mltxt=[[ἰδιόπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλάστηκε [[μόνος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>πλαστος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>πλαστος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰδιόπλαστος, -ον (Α)
αυτός που πλάστηκε μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. κακό-πλαστος, πρωτό-πλαστος].