ιδεώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες<br /><b>1.</b> ο [[ιδανικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιδεώδες</i><br />α) αυτό που υπάρχει μόνο στη [[σκέψη]]<br />β) [[καθετί]] που συγκεντρώνει όλες τις τελειότητες τις οποίες μπορεί να συλλάβει το [[πνεύμα]], ιδανικό<br />γ) [[τελειότητα]] την οποία φαντάζεται το [[πνεύμα]], [[χωρίς]] να μπορεί να τή φτάσει<br />δ) εκείνο το οποίο [[απλώς]] φιλοδοξεί [[κάποιος]]<br />ε) το τέλειο [[πρότυπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδέα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i>. Η λ. ως [[προς]] το [[θέμα]] της (<i>ιδε</i>-) [[είναι]] αντιδάνεια, | |mltxt=-ες<br /><b>1.</b> ο [[ιδανικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιδεώδες</i><br />α) αυτό που υπάρχει μόνο στη [[σκέψη]]<br />β) [[καθετί]] που συγκεντρώνει όλες τις τελειότητες τις οποίες μπορεί να συλλάβει το [[πνεύμα]], ιδανικό<br />γ) [[τελειότητα]] την οποία φαντάζεται το [[πνεύμα]], [[χωρίς]] να μπορεί να τή φτάσει<br />δ) εκείνο το οποίο [[απλώς]] φιλοδοξεί [[κάποιος]]<br />ε) το τέλειο [[πρότυπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδέα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i>. Η λ. ως [[προς]] το [[θέμα]] της (<i>ιδε</i>-) [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>ideal</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>idealis</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>idea</i> ([[πρβλ]]. [[ιδέα]]), ενώ η κατάλ. (-<i>ώδης</i>) [[είναι]] [[απόδοση]] της λατ. κατάλ. -<i>alis</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Σπυρ. Ν. Βασιλειάδη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ες
1. ο ιδανικός
2. το ουδ. ως ουσ. το ιδεώδες
α) αυτό που υπάρχει μόνο στη σκέψη
β) καθετί που συγκεντρώνει όλες τις τελειότητες τις οποίες μπορεί να συλλάβει το πνεύμα, ιδανικό
γ) τελειότητα την οποία φαντάζεται το πνεύμα, χωρίς να μπορεί να τή φτάσει
δ) εκείνο το οποίο απλώς φιλοδοξεί κάποιος
ε) το τέλειο πρότυπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + -ώδης. Η λ. ως προς το θέμα της (ιδε-) είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. ideal < λατ. idealis < λατ. idea (πρβλ. ιδέα), ενώ η κατάλ. (-ώδης) είναι απόδοση της λατ. κατάλ. -alis. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Σπυρ. Ν. Βασιλειάδη].