ιερακόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱερακόμορφος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιερακόμορφα</i><br />[[τάξη]] πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία [[μαζί]] με τα [[γλαυκόμορφα]] συγκροτούν την [[ομάδα]] τών αρπακτικών<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον Αιγύπτιο θεό Ήλιο) αυτός που εικονίζεται με [[μορφή]] γερακιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ιερακόμορφος]] <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτό</i>-<i>μορφος</i>, <i>χαριτό</i>-<i>μορφος</i>), ενώ το νεοελλ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>falconiformes</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱερακόμορφος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιερακόμορφα</i><br />[[τάξη]] πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία [[μαζί]] με τα [[γλαυκόμορφα]] συγκροτούν την [[ομάδα]] τών αρπακτικών<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον Αιγύπτιο θεό Ήλιο) αυτός που εικονίζεται με [[μορφή]] γερακιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ιερακόμορφος]] <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] ([[πρβλ]]. <i>αυτό</i>-<i>μορφος</i>, <i>χαριτό</i>-<i>μορφος</i>), ενώ το νεοελλ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>falconiformes</i>].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱερακόμορφος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερακόμορφα
τάξη πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία μαζί με τα γλαυκόμορφα συγκροτούν την ομάδα τών αρπακτικών
αρχ.
(για τον Αιγύπτιο θεό Ήλιο) αυτός που εικονίζεται με μορφή γερακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ιερακόμορφος < ιέραξ, -ακος + -μορφος < μορφή (πρβλ. αυτό-μορφος, χαριτό-μορφος), ενώ το νεοελλ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. falconiformes].