ικετήσιος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱκετήσιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) <i>Ἱκετήσιος</i><br />ο [[προστάτης]] τών ικετών<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἱκετήσιος]]<br />ο [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ησιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βιοτ</i>-<i>ήσιος</i>, <i>φιλοτ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=[[ἱκετήσιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) <i>Ἱκετήσιος</i><br />ο [[προστάτης]] τών ικετών<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἱκετήσιος]]<br />ο [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ησιος</i> ([[πρβλ]]. <i>βιοτ</i>-<i>ήσιος</i>, <i>φιλοτ</i>-<i>ήσιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱκετήσιος, -ία, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) Ἱκετήσιος
ο προστάτης τών ικετών
2. το αρσ. ως ουσ.ἱκετήσιος
ο ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ησιος (πρβλ. βιοτ-ήσιος, φιλοτ-ήσιος)].