ιοβλέφαρος: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
(17) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰοβλέφαρος]], δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βλεφαρίδες με το [[χρώμα]] του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἰοβλέφαροι<br />καλλιβλέφαροι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), | |mltxt=[[ἰοβλέφαρος]], δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βλεφαρίδες με το [[χρώμα]] του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἰοβλέφαροι<br />καλλιβλέφαροι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), [[πρβλ]]. <i>καλλι</i>-<i>βλέφαρος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>βλέφαρος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:03, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι
καλλιβλέφαροι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι-βλέφαρος, χρυσο-βλέφαρος].