ισότιμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσότιμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα [[ίδια]] προνόμια, αυτός που έχει τα [[ίδια]] δικαιώματα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισότιμο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ισοτιμία]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει ίση [[αξία]] με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ίσος]], [[ισόρροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοτίμως</i> και <i>ισότιμα</i> (Α ἰσοτίμως)<br />με ισότιμο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>τιμος</i>, <i>σεμνό</i>-<i>τιμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσότιμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα [[ίδια]] προνόμια, αυτός που έχει τα [[ίδια]] δικαιώματα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισότιμο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ισοτιμία]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει ίση [[αξία]] με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ίσος]], [[ισόρροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοτίμως</i> και <i>ισότιμα</i> (Α ἰσοτίμως)<br />με ισότιμο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-<i>τιμος</i>, <i>σεμνό</i>-<i>τιμος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσότιμος, -ον)
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα ίδια προνόμια, αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο
2. το ουδ. ως ουσ. το ισότιμο(ν)
η ισοτιμία
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που έχει ίση αξία με άλλους
αρχ.
1. ίσος, ισόρροπος.
επίρρ...
ισοτίμως και ισότιμα (Α ἰσοτίμως)
με ισότιμο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγαλό-τιμος, σεμνό-τιμος].