κάρηξ: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ηκος, ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[κυπερίδες]], κν. [[σπαθόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=-ηκος, ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[κυπερίδες]], κν. [[σπαθόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>carex</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>carex</i> «[[βούτομον]], [[σπαθόχορτο]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ηκος, ο
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας κυπερίδες, κν. σπαθόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carex < λατ. carex «βούτομον, σπαθόχορτο»].