κανονωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανονωτός]], ή, -όν (AM)<br /><b>μσν.</b><br />ο κατασκευασμένος [[έτσι]] ώστε να [[είναι]] [[ευθύς]] ή [[ομαλός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο εφοδιασμένος με κανόνα, με εγκάρσιο [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγκυλ</i>-[[ωτός]], <i>οδοντ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=[[κανονωτός]], ή, -όν (AM)<br /><b>μσν.</b><br />ο κατασκευασμένος [[έτσι]] ώστε να [[είναι]] [[ευθύς]] ή [[ομαλός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο εφοδιασμένος με κανόνα, με εγκάρσιο [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. <i>αγκυλ</i>-[[ωτός]], <i>οδοντ</i>-[[ωτός]])].
}}
}}

Revision as of 13:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνονωτός Medium diacritics: κανονωτός Low diacritics: κανονωτός Capitals: ΚΑΝΟΝΩΤΟΣ
Transliteration A: kanonōtós Transliteration B: kanonōtos Transliteration C: kanonotos Beta Code: kanonwto/s

English (LSJ)

ἡ, όν, A furnished with cross-bars, θυρίδες PSI5.547.4 (iii B. C.); ἀγγεῖον, ζωγρεῖον κ., a cage for pigs, Sch.Ar.V.840 ed.Ald. (v.l. κανωτόν). 2 made straight or even, ῥάβδοι Eust.707.59.

Greek Monolingual

κανονωτός, ή, -όν (AM)
μσν.
ο κατασκευασμένος έτσι ώστε να είναι ευθύς ή ομαλός
αρχ.
ο εφοδιασμένος με κανόνα, με εγκάρσιο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, -όνος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκυλ-ωτός, οδοντ-ωτός)].