Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κανιβαλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καννιβαλισμός, ο [[κανίβαλος]]<br /><b>1.</b> [[ανθρωποφαγία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απανθρωπιά]], [[βαρβαρότητα]]<br /><b>3.</b> [[συμπεριφορά]] που αρμόζει σε κανιβάλους, [[βαρβαρότητα]], [[θηριωδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>cannibalisme</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=και καννιβαλισμός, ο [[κανίβαλος]]<br /><b>1.</b> [[ανθρωποφαγία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απανθρωπιά]], [[βαρβαρότητα]]<br /><b>3.</b> [[συμπεριφορά]] που αρμόζει σε κανιβάλους, [[βαρβαρότητα]], [[θηριωδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>cannibalisme</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

και καννιβαλισμός, ο κανίβαλος
1. ανθρωποφαγία
2. μτφ. απανθρωπιά, βαρβαρότητα
3. συμπεριφορά που αρμόζει σε κανιβάλους, βαρβαρότητα, θηριωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cannibalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].