κεφαλοχώρι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το κυριότερο ή το μεγαλύτερο από τα χωριά μιας περιοχής<br /><b>2.</b> το [[χωριό]] με αυτοκαλλιεργούμενες γεωργικές ιδιοκτησίες, κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα τσιφλίκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χώρι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χωρίον]] <span style="color: red;"><</span> [[χωρίον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχοντο</i>-<i>χώρι</i>, <i>γυφτο</i>-<i>χώρι</i>].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το κυριότερο ή το μεγαλύτερο από τα χωριά μιας περιοχής<br /><b>2.</b> το [[χωριό]] με αυτοκαλλιεργούμενες γεωργικές ιδιοκτησίες, κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα τσιφλίκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χώρι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χωρίον]] <span style="color: red;"><</span> [[χωρίον]]), [[πρβλ]]. <i>αρχοντο</i>-<i>χώρι</i>, <i>γυφτο</i>-<i>χώρι</i>].
}}
}}

Revision as of 13:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. το κυριότερο ή το μεγαλύτερο από τα χωριά μιας περιοχής
2. το χωριό με αυτοκαλλιεργούμενες γεωργικές ιδιοκτησίες, κατ' αντιδιαστολή προς τα τσιφλίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -χώρι (< χωρίον < χωρίον), πρβλ. αρχοντο-χώρι, γυφτο-χώρι].