κεκραγμός: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεκραγμός]], ὁ (Α)<br />το [[κέκραγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο θ. <i>κεκραγ</i>- του [[κράζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κραγα</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>].
|mltxt=[[κεκραγμός]], ὁ (Α)<br />το [[κέκραγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο θ. <i>κεκραγ</i>- του [[κράζω]] ([[πρβλ]]. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κραγα</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκραγμός Medium diacritics: κεκραγμός Low diacritics: κεκραγμός Capitals: ΚΕΚΡΑΓΜΟΣ
Transliteration A: kekragmós Transliteration B: kekragmos Transliteration C: kekragmos Beta Code: kekragmo/s

English (LSJ)

ὁ, = κέκραγμα (scream, cry), E. IA 1357, Plu. 2.654f (pl.).

German (Pape)

[Seite 1413] ὁ, dasselbe; Eur. I. A. 1357; Plut. Symp. 3, 6, 4 M.; nach Moeris attisch für κραυγή.

Greek (Liddell-Scott)

κεκραγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ι. Α. 1357, Πλούτ. 2. 654F· «κεκραγμὸς Ἀττικοί, κραυγὴ Ἕλληνες» Μοῖρις σ. 226· καὶ Φρύνιχ. σ. 337 «παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν, ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. κέκραγμα.

Greek Monolingual

κεκραγμός, ὁ (Α)
το κέκραγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ-κραγα) + κατάλ. -μός].

Greek Monotonic

κεκραγμός: ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κεκραγμός: ὁ Eur., Plut. = κέκραγμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκραγμός -οῦ, ὁ [κράζω] geschreeuw.

Middle Liddell

κεκραγμός, οῦ, = κέκραγμα, Eur.]