κηλοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κηλοτόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που τέμνει, που χειρουργεί την [[κήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]] «[[κόβω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφαλο</i>-[[τόμος]], <i>ομφαλο</i>-[[τόμος]].
|mltxt=[[κηλοτόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που τέμνει, που χειρουργεί την [[κήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]] «[[κόβω]]»), [[πρβλ]]. <i>κεφαλο</i>-[[τόμος]], <i>ομφαλο</i>-[[τόμος]].
}}
}}

Revision as of 13:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλοτόμος Medium diacritics: κηλοτόμος Low diacritics: κηλοτόμος Capitals: ΚΗΛΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: kēlotómos Transliteration B: kēlotomos Transliteration C: kilotomos Beta Code: khloto/mos

English (LSJ)

ὁ, herniotomist, Gal. Thras. 24. (v.l. κηλοτομικόν<b).

Greek (Liddell-Scott)

κηλοτόμος: -ον, ὁ τὴν κήλην τέμνων, Παῦλ. Αἰγ. 6, 61, σ. 197, 34.

Greek Monolingual

κηλοτόμος, ὁ (Α)
αυτός που τέμνει, που χειρουργεί την κήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. κεφαλο-τόμος, ομφαλο-τόμος.