κηλοτόμος: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κηλοτόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που τέμνει, που χειρουργεί την [[κήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]] «[[κόβω]]»), | |mltxt=[[κηλοτόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που τέμνει, που χειρουργεί την [[κήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]] «[[κόβω]]»), [[πρβλ]]. <i>κεφαλο</i>-[[τόμος]], <i>ομφαλο</i>-[[τόμος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, herniotomist, Gal. Thras. 24. (v.l. κηλοτομικόν<b).
Greek (Liddell-Scott)
κηλοτόμος: -ον, ὁ τὴν κήλην τέμνων, Παῦλ. Αἰγ. 6, 61, σ. 197, 34.
Greek Monolingual
κηλοτόμος, ὁ (Α)
αυτός που τέμνει, που χειρουργεί την κήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. κεφαλο-τόμος, ομφαλο-τόμος.