κοινοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινοπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με [[κάτι]] [[άλλο]], [[κυρίως]] στη [[θεία]] και ανθρώπινη [[φύση]] του Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῦ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινοπρεπῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που αρμόζει και στη [[θεία]] και στην ανθρώπινη [[φύση]] του Χριστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>ευ</i>-<i>πρεπής</i>].
|mltxt=[[κοινοπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με [[κάτι]] [[άλλο]], [[κυρίως]] στη [[θεία]] και ανθρώπινη [[φύση]] του Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῦ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινοπρεπῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που αρμόζει και στη [[θεία]] και στην ανθρώπινη [[φύση]] του Χριστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>ευ</i>-<i>πρεπής</i>].
}}
}}

Revision as of 13:40, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κοινοπρεπής: -ές, ἁρμόζων ἀπὸ κοινοῦ, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κοινοπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με κάτι άλλο, κυρίως στη θεία και ανθρώπινη φύση του Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῦ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.).
επίρρ...
κοινοπρεπῶς (Α)
με τρόπο που αρμόζει και στη θεία και στην ανθρώπινη φύση του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, ευ-πρεπής].