κολλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] κόλλας, [[πηκτώδης]], [[κολλώδης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κολλοειδή συστήματα» ή, [[απλώς]], «[[κολλοειδής]]»<br /><b>χημ.</b> [[κατηγορία]] ετερογενών συστημάτων τών οποίων η διεσπαρμένη [[ουσία]] συνίσταται από λεπτά τεμαχίδια διαστάσεων [[μεταξύ]] 10<sup>-7</sup> και 10<sup>-3</sup> εκατοστομέτρων, μπορεί να [[είναι]] [[αέρια]], υγρή ή [[στερεά]] και [[είναι]] ομοιόμορφα κατανεμημένη σε [[αέριο]], [[υγρό]] ή στερεό [[μέσο]] διασποράς<br />β) α. «[[κολλοειδής]] [[εκφύλιση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[μετατροπή]] της θεμέλιας ουσίας του συνδετικού ιστού σε λευκωματοειδή [[ουσία]] που μοιάζει με βλεννίνη από την οποία διαφέρει [[χάρη]] στην ανθεκτικότητά της στα [[οξέα]] και τα αλκάλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>colloϊde</i> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>colloid</i> <span style="color: red;"><</span> <i>coll</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>oid</i> (<span style="color: red;"><</span> μσν. γαλλ. -<i>oide</i> και λατ. -<i>oϊdes</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] κόλλας, [[πηκτώδης]], [[κολλώδης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κολλοειδή συστήματα» ή, [[απλώς]], «[[κολλοειδής]]»<br /><b>χημ.</b> [[κατηγορία]] ετερογενών συστημάτων τών οποίων η διεσπαρμένη [[ουσία]] συνίσταται από λεπτά τεμαχίδια διαστάσεων [[μεταξύ]] 10<sup>-7</sup> και 10<sup>-3</sup> εκατοστομέτρων, μπορεί να [[είναι]] [[αέρια]], υγρή ή [[στερεά]] και [[είναι]] ομοιόμορφα κατανεμημένη σε [[αέριο]], [[υγρό]] ή στερεό [[μέσο]] διασποράς<br />β) α. «[[κολλοειδής]] [[εκφύλιση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[μετατροπή]] της θεμέλιας ουσίας του συνδετικού ιστού σε λευκωματοειδή [[ουσία]] που μοιάζει με βλεννίνη από την οποία διαφέρει [[χάρη]] στην ανθεκτικότητά της στα [[οξέα]] και τα αλκάλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>colloϊde</i> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>colloid</i> <span style="color: red;"><</span> <i>coll</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>oid</i> (<span style="color: red;"><</span> μσν. γαλλ. -<i>oide</i> και λατ. -<i>oϊdes</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που έχει μορφή κόλλας, πηκτώδης, κολλώδης
2. φρ. α) «κολλοειδή συστήματα» ή, απλώς, «κολλοειδής»
χημ. κατηγορία ετερογενών συστημάτων τών οποίων η διεσπαρμένη ουσία συνίσταται από λεπτά τεμαχίδια διαστάσεων μεταξύ 10-7 και 10-3 εκατοστομέτρων, μπορεί να είναι αέρια, υγρή ή στερεά και είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη σε αέριο, υγρό ή στερεό μέσο διασποράς
β) α. «κολλοειδής εκφύλιση»
ιατρ. μετατροπή της θεμέλιας ουσίας του συνδετικού ιστού σε λευκωματοειδή ουσία που μοιάζει με βλεννίνη από την οποία διαφέρει χάρη στην ανθεκτικότητά της στα οξέα και τα αλκάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colloϊde < αγγλ. colloid < coll(o)- (< κόλλα) + -oid (< μσν. γαλλ. -oide και λατ. -oϊdes < -ειδής < εἶδος.