κοκορομαχία: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] [[ανάμεσα]] σε δύο πετεινούς, ο [[οποίος]], σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγώνας]] ή [[ανταγωνισμός]] δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, [[συνήθως]], κάνουν [[επίδειξη]] παλικαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκορας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), | |mltxt=η<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] [[ανάμεσα]] σε δύο πετεινούς, ο [[οποίος]], σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγώνας]] ή [[ανταγωνισμός]] δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, [[συνήθως]], κάνουν [[επίδειξη]] παλικαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκορας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-<i>μαχία</i>, <i>ταυρο</i>-<i>μαχία</i>. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. <i>cockfight</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:42, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. αγώνας ανάμεσα σε δύο πετεινούς, ο οποίος, σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα
2. μτφ. αγώνας ή ανταγωνισμός δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, συνήθως, κάνουν επίδειξη παλικαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο-μαχία, ταυρο-μαχία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. cockfight].