κοπροξύστης: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοπροξύστης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που ξύνει και καθαρίζει [[κάτι]] από την [[κοπριά]], αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ξύστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξύω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[λιθο]]-[[ξύστης]], <i>ουρανο</i>-[[ξύστης]].
|mltxt=[[κοπροξύστης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που ξύνει και καθαρίζει [[κάτι]] από την [[κοπριά]], αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ξύστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξύω</i>), [[πρβλ]]. [[λιθο]]-[[ξύστης]], <i>ουρανο</i>-[[ξύστης]].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροξύστης Medium diacritics: κοπροξύστης Low diacritics: κοπροξύστης Capitals: ΚΟΠΡΟΞΥΣΤΗΣ
Transliteration A: koproxýstēs Transliteration B: koproxystēs Transliteration C: koproksystis Beta Code: koprocu/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who clears out manure, UPZ119.40 (ii B. C.).

Greek Monolingual

κοπροξύστης, ὁ (ΑM)
αυτός που ξύνει και καθαρίζει κάτι από την κοπριά, αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο-ξύστης, ουρανο-ξύστης.