κοπροφάγος: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (ΑM [[κοπροφάγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει [[κόπρανα]], περιττώματα<br /><b>2.</b> (για έντομα και ζώα) αυτός που τρέφεται με [[κοπριά]], που συνηθισμένη [[τροφή]] του [[είναι]] η [[κοπριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[άτομο]] που επιδίδεται στην [[κοπροφαγία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κοπροφάγα έντομα»<br /><b>ζωολ.</b> [[ομάδα]] κολεόπτερων εντόμων, λεπιδοκέρων, που ζουν στην κόπρο και γενικά στα απεκκρίματα τών χορτοφάγων θηλαστικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>), | |mltxt=-ο (ΑM [[κοπροφάγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει [[κόπρανα]], περιττώματα<br /><b>2.</b> (για έντομα και ζώα) αυτός που τρέφεται με [[κοπριά]], που συνηθισμένη [[τροφή]] του [[είναι]] η [[κοπριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[άτομο]] που επιδίδεται στην [[κοπροφαγία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κοπροφάγα έντομα»<br /><b>ζωολ.</b> [[ομάδα]] κολεόπτερων εντόμων, λεπιδοκέρων, που ζουν στην κόπρο και γενικά στα απεκκρίματα τών χορτοφάγων θηλαστικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. <i>σαρκο</i>-[[φάγος]], <i>φυτο</i>-[[φάγος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 23 August 2021
English (LSJ)
[φᾰ], ον, A dung-eating, Gal.12.249, Diogenian.3.49, Hsch. s.v. βοῦς Κύπριος.
Greek Monolingual
-ο (ΑM κοπροφάγος, -ον)
1. αυτός που τρώγει κόπρανα, περιττώματα
2. (για έντομα και ζώα) αυτός που τρέφεται με κοπριά, που συνηθισμένη τροφή του είναι η κοπριά
νεοελλ.
1. ιατρ. άτομο που επιδίδεται στην κοπροφαγία
2. φρ. «κοπροφάγα έντομα»
ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων, λεπιδοκέρων, που ζουν στην κόπρο και γενικά στα απεκκρίματα τών χορτοφάγων θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φάγος (< θ. φαγ- του ἔ-φαγ-ον), πρβλ. σαρκο-φάγος, φυτο-φάγος.