κουνίστρα: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[κούνια]]<br /><b>2.</b> [[γυναίκα]] που κουνά το [[σώμα]] της προκλητικά όταν περπατάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουνώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίστρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μανταρ</i>-<i>ίστρα</i>)].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[κούνια]]<br /><b>2.</b> [[γυναίκα]] που κουνά το [[σώμα]] της προκλητικά όταν περπατάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουνώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίστρα</i> ([[πρβλ]]. <i>μανταρ</i>-<i>ίστρα</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. κούνια
2. γυναίκα που κουνά το σώμα της προκλητικά όταν περπατάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουνώ + κατάλ. -ίστρα (πρβλ. μανταρ-ίστρα)].