κούτελο: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[κούτελο]] και κούτελον)<br />[[μέτωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κουτέλλι</i> (διαλεκτ. τ.) <span style="color: red;"><</span> <i>κότυλον</i> / [[κοτύλη]] «[[είδος]] δοχείου». Αξιοσημείωτη [[είναι]], [[τέλος]], η συχνή [[μεταφορά]] σημ. από «[[είδος]] δοχείου» σε «[[τμήμα]] κεφαλιού» (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>κουτρούβιν</i>)].
|mltxt=το (Μ [[κούτελο]] και κούτελον)<br />[[μέτωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κουτέλλι</i> (διαλεκτ. τ.) <span style="color: red;"><</span> <i>κότυλον</i> / [[κοτύλη]] «[[είδος]] δοχείου». Αξιοσημείωτη [[είναι]], [[τέλος]], η συχνή [[μεταφορά]] σημ. από «[[είδος]] δοχείου» σε «[[τμήμα]] κεφαλιού» ([[πρβλ]]. και <i>κουτρούβιν</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:51, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Μ κούτελο και κούτελον)
μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κουτέλλι (διαλεκτ. τ.) < κότυλον / κοτύλη «είδος δοχείου». Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η συχνή μεταφορά σημ. από «είδος δοχείου» σε «τμήμα κεφαλιού» (πρβλ. και κουτρούβιν)].