κωλύμη: Difference between revisions
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κωλύμη]], ἡ (Α)<br />[[κώλυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κωλύ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μη</i> ( | |mltxt=[[κωλύμη]], ἡ (Α)<br />[[κώλυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κωλύ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μη</i> ([[πρβλ]]. <i>γνώ</i>-<i>μη</i>, <i>επιστή</i>-<i>μη</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:10, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, A = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ for the purpose of hindering, Th.1.92; ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς… εἰρχθῆναι by these impediments, Id.4.63; a poetical word in Th., cf. D.H.Amm. 2.3.
German (Pape)
[Seite 1542] ἡ, = κώλυμα, Thuc. 1, 92. 4, 63 u. Sp., wie Hdn. 8, 8, 12.
Greek (Liddell-Scott)
κωλύμη: ῡ, ἡ, = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ, πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ ἐμποδίσῃ τις, Θουκ. 1. 92· ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς... εἰρχθῆναι, διὰ τῶν ἐμποδίων τούτων, ὁ αὐτ. 4. 63· ― Διον. ὁ Ἁλ. σημειοῦται τὴν λέξιν ταύτην ὡς Θουκυδίδειον, Περὶ τῶν Θουκυδίδου ἰδιωμάτων 3.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. κώλυμα.
Greek Monolingual
κωλύμη, ἡ (Α)
κώλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλύ-ω + επίθημα -μη (πρβλ. γνώ-μη, επιστή-μη)].
Greek Monotonic
κωλύμη: [ῡ], ἡ = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ, για το σκοπό της παρεμπόδισης, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κωλύμη: (ῡ) ἡ Thuc. = κώλυμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωλύμη -ης, ἡ [κωλύω] obstakel, hindernis, beletsel:. ἐπὶ κωλύμῃ om te verhinderen Thuc. 1.92.1.
Middle Liddell
κωλύ¯μη, ἡ,
= κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ for the purpose ofhindering, Thuc.