κωπώ: Difference between revisions
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κωπώ]], -οῡς, ἡ (Α)<br />στολισμένη [[ράβδος]] που χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ώ</i>, -<i>ούς</i>, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κωπώ]], -οῡς, ἡ (Α)<br />στολισμένη [[ράβδος]] που χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ώ</i>, -<i>ούς</i>, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων ([[πρβλ]]. <i>κοσμ</i>-<i>ώ</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το [[κήπος]] δεν φαίνεται πιθανή].<br /><b>(II)</b><br />κωπῶ, -έω και -άω (Α) [[κώπη]]<br /><b>1.</b> [[εξοπλίζω]] [[σκάφος]] με [[κουπιά]]<br /><b>2.</b> [[εφοδιάζω]] με λαβές<br /><b>3.</b> [[βάζω]] το [[χέρι]] στο [[ξίφος]], [[σύρω]] το [[ξίφος]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 14:14, 23 August 2021
English (LSJ)
οῦς, ἡ, A wreathed staff used in the δαφνηφόρια in Boeotia, Procl. ap. Phot.Bibl.p.321 B.
Greek (Liddell-Scott)
κωπώ: -οῦς, ἡ, ἡ ἐστεμμένη ῥάβδος κατὰ τὰ δαφνηφόρια ἐν Βοιωτίᾳ, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλ. 321. 25.
Greek Monolingual
(I)
κωπώ, -οῡς, ἡ (Α)
στολισμένη ράβδος που χρησιμοποιούσαν κατά τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα -ώ, -ούς, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων (πρβλ. κοσμ-ώ). Η σύνδεση της λ. με το κήπος δεν φαίνεται πιθανή].
(II)
κωπῶ, -έω και -άω (Α) κώπη
1. εξοπλίζω σκάφος με κουπιά
2. εφοδιάζω με λαβές
3. βάζω το χέρι στο ξίφος, σύρω το ξίφος.
Frisk Etymological English
-οῦς
Grammatical information: f.
Meaning: wreathed staff used in the Daphnephoria (Boeot.; Procl.); also as PN.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Personification in -ώ (Schwyzer 478) of κώπη. Not with Schönberger Glotta 29, 87ff. and Pisani Ist. Lomb. 77, 558ff. to κῆπος.
Frisk Etymology German
κωπώ: -οῦς
{kōpṓ}
Grammar: f.
Meaning: bei den Daphnephorien getragene Stange (böot.; Prokl.), auch als EN.
Etymology : Personifikation auf -ώ (Schwyzer 478) von κώπη. Nicht mit Schönberger Glotta 29, 87ff. und Pisani Ist. Lomb. 77, 558ff. zu κῆπος.
Page 2,63