κόπανο: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑM [[κόπανον]])<br />το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, [[κόπανος]], [[γουδοχέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[ξύλο]] με το οποίο χτυπά [[κάποιος]] τα ρούχα της πλύσης, ο [[κόπανος]]<br /><b>2.</b> λαϊκή [[ονομασία]] του φυτού [[λάπαθο]] το πολύχρωμο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κοπάνου γυμνότερος» — εντελώς απογυμνωμένος, [[πάμπτωχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τσεκούρι]], [[μπαλτάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αν</i>-<i>ον</i> ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑM [[κόπανον]])<br />το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, [[κόπανος]], [[γουδοχέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[ξύλο]] με το οποίο χτυπά [[κάποιος]] τα ρούχα της πλύσης, ο [[κόπανος]]<br /><b>2.</b> λαϊκή [[ονομασία]] του φυτού [[λάπαθο]] το πολύχρωμο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κοπάνου γυμνότερος» — εντελώς απογυμνωμένος, [[πάμπτωχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τσεκούρι]], [[μπαλτάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αν</i>-<i>ον</i> ([[πρβλ]]. <i>έδρ</i>-<i>αν</i>-<i>ον</i>, <i>ξό</i>-<i>αν</i>-<i>ον</i>)].<br /><b>(II)</b><br />[[κόπανο]], τὸ (Μ)<br />[[είδος]] βάρκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>copano</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
(I)
το (ΑM κόπανον)
το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι
νεοελλ.
1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα της πλύσης, ο κόπανος
2. λαϊκή ονομασία του φυτού λάπαθο το πολύχρωμο
μσν.
φρ. «κοπάνου γυμνότερος» — εντελώς απογυμνωμένος, πάμπτωχος
αρχ.
τσεκούρι, μπαλτάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή + επίθημα -αν-ον (πρβλ. έδρ-αν-ον, ξό-αν-ον)].
(II)
κόπανο, τὸ (Μ)
είδος βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. copano].