λήνος: Difference between revisions
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
m (Text replacement - ">" to ">") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λῆνος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[έριο]], [[μαλλί]]<br /><b>2.</b> [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>wl</i>-<i>n</i><i>ā</i>- (με μακρό [[υγρό]] [[φωνήεν]]) της ΙΕ ρίζας <i>wel</i>- «μαλλιά, [[μαλλί]]» ( | |mltxt=[[λῆνος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[έριο]], [[μαλλί]]<br /><b>2.</b> [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>wl</i>-<i>n</i><i>ā</i>- (με μακρό [[υγρό]] [[φωνήεν]]) της ΙΕ ρίζας <i>wel</i>- «μαλλιά, [[μαλλί]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>vello</i> «[[κουρεύω]] πρόβατα», <i>γέλλαι</i>, [[γλώσσα]] που παραδίδει ο Ησύχιος «[[κουρεύω]] πρόβατα», λατ. <i>vellus</i> «[[μαλλί]]») και συνδέεται με λατ. <i>l</i><i>ā</i><i>na</i>, αρχ. ινδ. <i>ū</i><i>rn</i><i>ā</i> <span style="color: red;"><</span> γοτθ. <i>wulla</i> ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>wool</i>), λιθουαν. <i>wilna</i> > αβεστ. <i>var</i><i>ә</i><i>n</i><i>ā</i>-, αρχ. σλαβ. <i>vlŭna</i>, όλα με την [[ίδια]] σημ. «[[μαλλί]], έριον». Η [[κλίση]] του τ. [[κατά]] τα σιγμόληκτα (-<i>ος</i>, -<i>ους</i>) πιθ. να μην [[είναι]] αρχαία [[αλλά]] αναλογική [[προς]] τα [[εἶρος]], [[πέκος]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>l</i><i>ā</i><i>nestris</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
λῆνος, τὸ (Α)
1. έριο, μαλλί
2. δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα wl-nā- (με μακρό υγρό φωνήεν) της ΙΕ ρίζας wel- «μαλλιά, μαλλί» (πρβλ. λατ. vello «κουρεύω πρόβατα», γέλλαι, γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος «κουρεύω πρόβατα», λατ. vellus «μαλλί») και συνδέεται με λατ. lāna, αρχ. ινδ. ūrnā < γοτθ. wulla (πρβλ. αγγλ. wool), λιθουαν. wilna > αβεστ. varәnā-, αρχ. σλαβ. vlŭna, όλα με την ίδια σημ. «μαλλί, έριον». Η κλίση του τ. κατά τα σιγμόληκτα (-ος, -ους) πιθ. να μην είναι αρχαία αλλά αναλογική προς τα εἶρος, πέκος (πρβλ. λατ. lānestris)].