λήνος

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source

Greek Monolingual

λῆνος, τὸ (Α)
1. έριο, μαλλί
2. δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα wl-nā- (με μακρό υγρό φωνήεν) της ΙΕ ρίζας wel- «μαλλιά, μαλλί» (πρβλ. λατ. vello «κουρεύω πρόβατα», γέλλαι, γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος «κουρεύω πρόβατα», λατ. vellus «μαλλί») και συνδέεται με λατ. lāna, αρχ. ινδ. ūrnā < γοτθ. wulla (πρβλ. αγγλ. wool), λιθουαν. wilna > αβεστ. varәnā-, αρχ. σλαβ. vlŭna, όλα με την ίδια σημ. «μαλλί, έριον». Η κλίση του τ. κατά τα σιγμόληκτα (-ος, -ους) πιθ. να μην είναι αρχαία αλλά αναλογική προς τα εἶρος, πέκος (πρβλ. λατ. lānestris)].