λαιμόδεσμος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> [[ναυτικός]] [[κόμβος]] που αποτελείται από δύο επάλληλους δεσμούς και που χρησιμοποιείται για την [[άρση]] ή [[μετακίνηση]] βαριών αντικειμένων, αλλ. [[λαιμοδέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] ( | |mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> [[ναυτικός]] [[κόμβος]] που αποτελείται από δύο επάλληλους δεσμούς και που χρησιμοποιείται για την [[άρση]] ή [[μετακίνηση]] βαριών αντικειμένων, αλλ. [[λαιμοδέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] ([[πρβλ]]. <i>αλυσό</i>-<i>δεσμος</i>, <i>χειρό</i>-<i>δεσμος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
ναυτ. ναυτικός κόμβος που αποτελείται από δύο επάλληλους δεσμούς και που χρησιμοποιείται για την άρση ή μετακίνηση βαριών αντικειμένων, αλλ. λαιμοδέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δεσμός (πρβλ. αλυσό-δεσμος, χειρό-δεσμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].