λεπτόφλοιος: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[λεπτόφλοιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λεπτό]] φλοιό, [[λεπτόφλουδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φλοιός]] ( | |mltxt=-ο (Α [[λεπτόφλοιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λεπτό]] φλοιό, [[λεπτόφλουδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φλοιός]] ([[πρβλ]]. <i>λειό</i>-<i>φλοιος</i>, <i>ρηξί</i>-<i>φλοιος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with thin bark, Thphr.HP1.5.2, etc.
German (Pape)
[Seite 31] mit dünner, feiner Rinde, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόφλοιος: -ον, ἔχων λεπτὸν φλοιόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.
Greek Monolingual
-ο (Α λεπτόφλοιος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό φλοιό, λεπτόφλουδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + φλοιός (πρβλ. λειό-φλοιος, ρηξί-φλοιος)].