λιπαρόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπαρόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει στιλπνό [[δέρμα]], στιλπνό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιπαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i>(<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]]-[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελανό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=[[λιπαρόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει στιλπνό [[δέρμα]], στιλπνό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιπαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i>(<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]]-[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. <i>μελανό</i>-<i>χρους</i>].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐπᾰρό-χρους, ουν [[χρόα]]<br />with [[shining]] [[skin]], Theocr.
|mdlsjtxt=λῐπᾰρό-χρους, ουν [[χρόα]]<br />with [[shining]] [[skin]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 14:30, 23 August 2021

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur bruillante ; à la peau luisante.
Étymologie: λιπαρός, χρόα.

Greek Monolingual

λιπαρόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει στιλπνό δέρμα, στιλπνό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + -χρους(< -χροος < χρώς «επιδερμίδα-χρώμα»), πρβλ. μελανό-χρους].

Middle Liddell

λῐπᾰρό-χρους, ουν χρόα
with shining skin, Theocr.