λιγύπνους: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιγύπνοιος]] και [[λιγύπνοος]], -οον και [[λιγύπνους]], -ουν (Α)<br />(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πνοιος</i> / -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοιά]] / [[πνοή]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δίπνοιος]] / [[θεόπνους]]].
|mltxt=[[λιγύπνοιος]] και [[λιγύπνοος]], -οον και [[λιγύπνους]], -ουν (Α)<br />(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πνοιος</i> / -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοιά]] / [[πνοή]]), [[πρβλ]]. [[δίπνοιος]] / [[θεόπνους]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιγύπνους Medium diacritics: λιγύπνους Low diacritics: λιγύπνους Capitals: ΛΙΓΥΠΝΟΥΣ
Transliteration A: ligýpnous Transliteration B: ligypnous Transliteration C: ligypnous Beta Code: ligu/pnous

English (LSJ)

-ουν, contr. for λιγύπνοος.

Greek Monolingual

λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)
(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δίπνοιος / θεόπνους].