λογοθέτης: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[λογοθέτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> (ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]] λαϊκών προσώπων) «[[άρχων]] [[μέγας]] [[λογοθέτης]]» — πατριαρχικό [[αξίωμα]], [[ανώτατος]] [[αξιωματούχος]] τών πατριαρχείων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αρχιγραμματέας]] της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου<br /><b>2.</b> ο [[γενικός]] [[λογιστής]] του δημόσιου ταμείου της αυτοκρατορίας<br /><b>3.</b> [[υπουργός]] (α. «[[λογοθέτης]] του δρόμου» — [[υπουργός]] τών Ταχυδρομείων<br />β. «[[μέγας]] [[λογοθέτης]]» — [[υπουργός]] τών Εξωτερικών<br />γ. «[[λογοθέτης]] του Γενικοῡ» — [[υπουργός]] τών Οικονομικών)<br /><b>4.</b> [[αξίωμα]], οφίκιο στη βυζαντινή Αυλή, [[ανώτερος]] [[αυλικός]]<br /><b>5.</b> [[ανώτερος]] [[αξιωματούχος]] στο [[πριγκιπάτο]] του Μορέως<br /><b>6.</b> [[τίτλος]] αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο [[πρώτος]] ή ο [[τρίτος]] στη [[σειρά]] [[βογιάρος]] του διβανίου<br /><b>7.</b> οφίκιο, εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] του Οικουμενικού Πατριαρχείου<br /><b>8.</b> [[τιτλούχος]] μητρόπολης<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λογοθέτης]] τών σεκρέτων» — [[ανώτατος]] Βυζαντινός [[αξιωματούχος]] που έπαιζε ρόλο πρωθυπουργού<br />β) «[[μέγας]] [[λογοθέτης]]» — [[τίτλος]] που αντικατέστησε εκείνον του λογοθέτη τών σεκρέτων και στις αρμοδιότητες του οποίου συμπεριλήφθηκαν και οι αρμοδιότητες του λογοθέτη του δρόμου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ακούει ή ελέγχει λογαριασμούς, [[λογιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>θε</i>- του <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>), | |mltxt=ο (AM [[λογοθέτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> (ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]] λαϊκών προσώπων) «[[άρχων]] [[μέγας]] [[λογοθέτης]]» — πατριαρχικό [[αξίωμα]], [[ανώτατος]] [[αξιωματούχος]] τών πατριαρχείων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αρχιγραμματέας]] της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου<br /><b>2.</b> ο [[γενικός]] [[λογιστής]] του δημόσιου ταμείου της αυτοκρατορίας<br /><b>3.</b> [[υπουργός]] (α. «[[λογοθέτης]] του δρόμου» — [[υπουργός]] τών Ταχυδρομείων<br />β. «[[μέγας]] [[λογοθέτης]]» — [[υπουργός]] τών Εξωτερικών<br />γ. «[[λογοθέτης]] του Γενικοῡ» — [[υπουργός]] τών Οικονομικών)<br /><b>4.</b> [[αξίωμα]], οφίκιο στη βυζαντινή Αυλή, [[ανώτερος]] [[αυλικός]]<br /><b>5.</b> [[ανώτερος]] [[αξιωματούχος]] στο [[πριγκιπάτο]] του Μορέως<br /><b>6.</b> [[τίτλος]] αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο [[πρώτος]] ή ο [[τρίτος]] στη [[σειρά]] [[βογιάρος]] του διβανίου<br /><b>7.</b> οφίκιο, εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] του Οικουμενικού Πατριαρχείου<br /><b>8.</b> [[τιτλούχος]] μητρόπολης<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λογοθέτης]] τών σεκρέτων» — [[ανώτατος]] Βυζαντινός [[αξιωματούχος]] που έπαιζε ρόλο πρωθυπουργού<br />β) «[[μέγας]] [[λογοθέτης]]» — [[τίτλος]] που αντικατέστησε εκείνον του λογοθέτη τών σεκρέτων και στις αρμοδιότητες του οποίου συμπεριλήφθηκαν και οι αρμοδιότητες του λογοθέτη του δρόμου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ακούει ή ελέγχει λογαριασμούς, [[λογιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>θε</i>- του <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>), [[πρβλ]]. <i>αγωνο</i>-[[θέτης]], <i>ταξι</i>-[[θέτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A auditor, BGU77.10 (ii A.D.), al., Cod.Just.10.30.4, Procop.Arc.8, al.
Greek (Liddell-Scott)
λογοθέτης: -ου, ὁ, ὁ ἀκούων ἢ ἐξετάζων λογαριασμόν· - ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ Βυζαντίου, ὁ ἀρχιγραμματεὺς τῆς αὐτοκρατορίας. - Περὶ ἀμφοτέρων τούτων τῶν σημασιῶν ὅρα Δουκάγγ.
Greek Monolingual
ο (AM λογοθέτης)
νεοελλ.
φρ. (ως τιμητικός τίτλος λαϊκών προσώπων) «άρχων μέγας λογοθέτης» — πατριαρχικό αξίωμα, ανώτατος αξιωματούχος τών πατριαρχείων
μσν.
1. ο αρχιγραμματέας της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου
2. ο γενικός λογιστής του δημόσιου ταμείου της αυτοκρατορίας
3. υπουργός (α. «λογοθέτης του δρόμου» — υπουργός τών Ταχυδρομείων
β. «μέγας λογοθέτης» — υπουργός τών Εξωτερικών
γ. «λογοθέτης του Γενικοῡ» — υπουργός τών Οικονομικών)
4. αξίωμα, οφίκιο στη βυζαντινή Αυλή, ανώτερος αυλικός
5. ανώτερος αξιωματούχος στο πριγκιπάτο του Μορέως
6. τίτλος αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο πρώτος ή ο τρίτος στη σειρά βογιάρος του διβανίου
7. οφίκιο, εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου
8. τιτλούχος μητρόπολης
9. φρ. α) «λογοθέτης τών σεκρέτων» — ανώτατος Βυζαντινός αξιωματούχος που έπαιζε ρόλο πρωθυπουργού
β) «μέγας λογοθέτης» — τίτλος που αντικατέστησε εκείνον του λογοθέτη τών σεκρέτων και στις αρμοδιότητες του οποίου συμπεριλήφθηκαν και οι αρμοδιότητες του λογοθέτη του δρόμου
μσν.-αρχ.
αυτός που ακούει ή ελέγχει λογαριασμούς, λογιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -θέτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα θε- του τί-θη-μι), πρβλ. αγωνο-θέτης, ταξι-θέτης.