μανδάκης: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μανδάκης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> η [[ταινία]] με την οποία έδεναν τις θημωνιές του χόρτου<br /><b>2.</b> [[δεμάτι]] από χόρτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για θρακικό [[δάνειο]] από το αρχ. ιραν. <i>banda</i>-<i>ka</i> «[[δεσμός]]» (με [[τροπή]] του -<i>b</i>- σε -<i>m</i>- στη Θρακική), που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>άκης</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>γαυν</i>-<i>άκης</i>, <i>μανι</i>-<i>άκης</i>].
|mltxt=[[μανδάκης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> η [[ταινία]] με την οποία έδεναν τις θημωνιές του χόρτου<br /><b>2.</b> [[δεμάτι]] από χόρτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για θρακικό [[δάνειο]] από το αρχ. ιραν. <i>banda</i>-<i>ka</i> «[[δεσμός]]» (με [[τροπή]] του -<i>b</i>- σε -<i>m</i>- στη Θρακική), που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>άκης</i>, [[πρβλ]]. <i>γαυν</i>-<i>άκης</i>, <i>μανι</i>-<i>άκης</i>].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 14:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μανδάκης Medium diacritics: μανδάκης Low diacritics: μανδάκης Capitals: ΜΑΝΔΑΚΗΣ
Transliteration A: mandákēs Transliteration B: mandakēs Transliteration C: mandakis Beta Code: manda/khs

English (LSJ)

ου, ὁ, A band to tie trusses, e.g. of hay, etc., truss, τήλεως μανδάκαι Sammelb.1959 (Oxyrhynchus, iii A. D.), cf. PFlor.198.6 (iii A. D.), Hippiatr.26:—Adv. μαμμο-ηδόν, in the form of a band, ib.52:—Dim. μαμμό-ιον, τό, bundle, truss, PRyl.236.11 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

μανδάκης: -ου, ὁ, δεσμὸς δι’ οὗ δένουσι θημωνιὰς χόρτου, Ἱππιατρ.· Ἐπίρρ. -ηδόν, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gerbe.
Étymologie: DELG emprunt iranien.

Greek Monolingual

μανδάκης, ὁ (Α)
1. η ταινία με την οποία έδεναν τις θημωνιές του χόρτου
2. δεμάτι από χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για θρακικό δάνειο από το αρχ. ιραν. banda-ka «δεσμός» (με τροπή του -b- σε -m- στη Θρακική), που εμφανίζει επίθημα -άκης, πρβλ. γαυν-άκης, μανι-άκης].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n..
Meaning: δεσμὸς χόρτου, sheaf, bundle.
Derivatives: μανδάκιον n. (pap.); μανδακηδόν sheafwise (Hippiatr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like γαυνάκης (s. v.). After an old suggestion (Lagarde, Kretschmer Einl. 236, Vendryes BSL 41, 138) a Thracian LW [loanword] to OIran. banda-ka- band, fetter with Thrac. b > m. Diff. Pisani Acme 1, 292: to Lat. manus and Phryg. δακετ, Gr. θήκ-η; still diff. id. RhM 100, 389ff.: from *mant-akā to NHG Mandel sheaf etc. Cf. on μάνδρα. - Hardly IE (*mh₂n-?), so rather Pre-Greek.

Frisk Etymology German

μανδάκης: {mandákēs}
Grammar: n..
Meaning: δεσμὸς χόρτου, Garbe, Bündel
Derivative: mit μανδάκιον n. (Pap.); μανδακηδόν garbenweise (Hippiatr.).
Etymology : Bildung wie γαυνάκης (s. d.). Nach alter Annahme (Lagarde, Kretschmer Einl. 236, Vendryes BSL 41, 138) als thrakisches LW zu air. banda-ka- Bande, Fessel mit thrak. Übergang von b zu m. Anders Pisani Acme 1, 292: zu lat. manus und phryg. δακετ, gr. θήκη; noch anders ders. RhM 100, 389ff.: aus *mant-akā zu nhd. Mandel Garbe usw. Vgl. zu μάνδρα.
Page 2,169