μάνατζερ: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[οικονομικός]] [[σύμβουλος]] και [[διαχειριστής]] τών συμφερόντων καλλιτεχνών, αθλητών κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[προπονητής]] αθλητή<br /><b>3.</b> [[διευθυντής]] επιχείρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>manager</i> <span style="color: red;"><</span> <i>manage</i> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>maneggio</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[οικονομικός]] [[σύμβουλος]] και [[διαχειριστής]] τών συμφερόντων καλλιτεχνών, αθλητών κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[προπονητής]] αθλητή<br /><b>3.</b> [[διευθυντής]] επιχείρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>manager</i> <span style="color: red;"><</span> <i>manage</i> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>maneggio</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. οικονομικός σύμβουλος και διαχειριστής τών συμφερόντων καλλιτεχνών, αθλητών κ.λπ.
2. προπονητής αθλητή
3. διευθυντής επιχείρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. manager < manage < ιταλ. maneggio].