μελαγκρήδεμνος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(24) |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελαγκρήδεμνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρο κεφαλόδεσμο<br /><b>2.</b> [[σκοτεινός]], [[μαύρος]] («[[μελαγκρήδεμνος]] [[ὁμίχλη]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κρήδεμνον]] «[[κεφαλόδεσμος]]» ( | |mltxt=[[μελαγκρήδεμνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρο κεφαλόδεσμο<br /><b>2.</b> [[σκοτεινός]], [[μαύρος]] («[[μελαγκρήδεμνος]] [[ὁμίχλη]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κρήδεμνον]] «[[κεφαλόδεσμος]]» ([[πρβλ]]. <i>κυανο</i>-<i>κρήδεμνος</i>, [[λιθο]]-<i>κρήδεμνος</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:05, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 117] mit schwarzer Hauptbinde, Paul. Sil. ecphr. 488; ὁμίχλη, Nonn. par. 6, 67.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγκρήδεμνος: -ον, ὁ ἔχων μαῦρον κεφαλόδεσμον, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 488· καθόλου, σκοτεινός, ὁμίχλη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ϛʹ, 17.
Greek Monolingual
μελαγκρήδεμνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μαύρο κεφαλόδεσμο
2. σκοτεινός, μαύρος («μελαγκρήδεμνος ὁμίχλη», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος» (πρβλ. κυανο-κρήδεμνος, λιθο-κρήδεμνος)].