μενοινώ: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μενοινῶ, -άω, επικ. τ. -ώω (Α)<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] σφοδρά [[κάτι]], [[επιζητώ]] [[κάτι]] («νῦν σφάξαι μενοινᾷς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[πρόθυμος]] για [[κάτι]] («πεζοὶ δὲ μενοίνεον, εἰ τελέουσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σχεδιάζω]] ή [[διανοούμαι]] [[εναντίον]] κάποιου [[κάτι]] [[κακό]] («κακὰ δὲ Τρώεσσι μενοίνα», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μένος]] «[[ορμή]], [[μανία]]». Έχει υποστηριχθεί [[ωστόσο]] ότι το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο ουσ. <i>μενώ</i>(<i>ι</i>) (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μενοι</i>-), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἠχώ</i>, [[πειθώ]]. Το θ. <i>μενοι</i>-εμφανίζεται και στα ανθρωπωνύμια <i>Μενοίτης</i>, <i>Μενοίτιος</i>].
|mltxt=μενοινῶ, -άω, επικ. τ. -ώω (Α)<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] σφοδρά [[κάτι]], [[επιζητώ]] [[κάτι]] («νῦν σφάξαι μενοινᾷς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[πρόθυμος]] για [[κάτι]] («πεζοὶ δὲ μενοίνεον, εἰ τελέουσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σχεδιάζω]] ή [[διανοούμαι]] [[εναντίον]] κάποιου [[κάτι]] [[κακό]] («κακὰ δὲ Τρώεσσι μενοίνα», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μένος]] «[[ορμή]], [[μανία]]». Έχει υποστηριχθεί [[ωστόσο]] ότι το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο ουσ. <i>μενώ</i>(<i>ι</i>) (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μενοι</i>-), [[πρβλ]]. <i>ἠχώ</i>, [[πειθώ]]. Το θ. <i>μενοι</i>-εμφανίζεται και στα ανθρωπωνύμια <i>Μενοίτης</i>, <i>Μενοίτιος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

μενοινῶ, -άω, επικ. τ. -ώω (Α)
1. επιθυμώ σφοδρά κάτι, επιζητώ κάτι («νῦν σφάξαι μενοινᾷς», Ευρ.)
2. είμαι πρόθυμος για κάτι («πεζοὶ δὲ μενοίνεον, εἰ τελέουσιν», Ομ. Ιλ.)
3. σχεδιάζω ή διανοούμαι εναντίον κάποιου κάτι κακό («κακὰ δὲ Τρώεσσι μενοίνα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μένος «ορμή, μανία». Έχει υποστηριχθεί ωστόσο ότι το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο ουσ. μενώ(ι) (< θ. μενοι-), πρβλ. ἠχώ, πειθώ. Το θ. μενοι-εμφανίζεται και στα ανθρωπωνύμια Μενοίτης, Μενοίτιος].