μηλοσόη: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλοσόη]] και μηλοσόα (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Ροδίους) «ὁδὸς δι' ἧς πρόβατα ἐλαύνεται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σόη</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[παρακινώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-<i>σόα</i>].
|mltxt=[[μηλοσόη]] και μηλοσόα (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Ροδίους) «ὁδὸς δι' ἧς πρόβατα ἐλαύνεται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σόη</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[παρακινώ]]»), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-<i>σόα</i>].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοσόη Medium diacritics: μηλοσόη Low diacritics: μηλοσόη Capitals: ΜΗΛΟΣΟΗ
Transliteration A: mēlosóē Transliteration B: mēlosoē Transliteration C: milosoi Beta Code: mhloso/h

English (LSJ)

ἡ, A sheep-track (Rhod.), Hsch.; cf. μαλοσόα.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοσόη: ἡ, «ὁδὸς δι’ ἧς πρόβατα ἐλαύνεται. Ρόδιοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μηλοσόη και μηλοσόα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ροδίους) «ὁδὸς δι' ἧς πρόβατα ἐλαύνεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -σόη (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. ιππο-σόα].