Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηκώνειος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηκώνειος]], -εία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μηκώνειον]]<br />α) το όπιο<br />β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα [[πρώτα]] [[κόπρανα]] του εμβρύου και του νεογεννήτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήκων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κάπν</i>-<i>ειος</i>, <i>σύκ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[μηκώνειος]], -εία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μηκώνειον]]<br />α) το όπιο<br />β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα [[πρώτα]] [[κόπρανα]] του εμβρύου και του νεογεννήτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήκων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. <i>κάπν</i>-<i>ειος</i>, <i>σύκ</i>-<i>ειος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:12, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκώνειος Medium diacritics: μηκώνειος Low diacritics: μηκώνειος Capitals: ΜΗΚΩΝΕΙΟΣ
Transliteration A: mēkṓneios Transliteration B: mēkōneios Transliteration C: mikoneios Beta Code: mhkw/neios

English (LSJ)

α, ον, A flavoured with opium, ἄρτοι Philostr.Gym.44. II μηκών-ειον, τό, opium, S.E.P.1.81, Sch.Nic.Al.434. 2 v. μηκώνιον.

Greek Monolingual

μηκώνειος, -εία, -ον (Α)
1. ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μηκώνειον
α) το όπιο
β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα του εμβρύου και του νεογεννήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + κατάλ. -ειος (πρβλ. κάπν-ειος, σύκ-ειος)].