μηροκήλη: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μηροκήλη]])<br />[[κήλη]] τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου του μηριαίου δακτυλίου στον μηρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[κήλη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κιρσο</i>-[[κήλη]], <i>ομφαλο</i>-[[κήλη]])].
|mltxt=η (Α [[μηροκήλη]])<br />[[κήλη]] τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου του μηριαίου δακτυλίου στον μηρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[κήλη]] ([[πρβλ]]. <i>κιρσο</i>-[[κήλη]], <i>ομφαλο</i>-[[κήλη]])].
}}
}}

Revision as of 15:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηροκήλη Medium diacritics: μηροκήλη Low diacritics: μηροκήλη Capitals: ΜΗΡΟΚΗΛΗ
Transliteration A: mērokḗlē Transliteration B: mērokēlē Transliteration C: mirokili Beta Code: mhrokh/lh

English (LSJ)

ἡ, A femoral hernia, Antyll. ap. Orib.50.64.

Greek Monolingual

η (Α μηροκήλη)
κήλη τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου του μηριαίου δακτυλίου στον μηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κήλη (πρβλ. κιρσο-κήλη, ομφαλο-κήλη)].