μηροτραφής: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηροτραφής]] και [[μηροτρεφής]], -ές (Α)<br />(ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί [[μέσα]] στον μηρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> και -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μουσο</i>-<i>τραφής</i>].
|mltxt=[[μηροτραφής]] και [[μηροτρεφής]], -ές (Α)<br />(ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί [[μέσα]] στον μηρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> και -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>μουσο</i>-<i>τραφής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηροτρᾰφής Medium diacritics: μηροτραφής Low diacritics: μηροτραφής Capitals: ΜΗΡΟΤΡΑΦΗΣ
Transliteration A: mērotraphḗs Transliteration B: mērotraphēs Transliteration C: mirotrafis Beta Code: mhrotrafh/s

English (LSJ)

ές, A thigh-bred, of Dionysus, AP11.329 (Nicarch.), Str.15.1.7, Eust.ad D.P.1153:—also μηρο-τρεφής, ές, Orph.H.52.3.

German (Pape)

[Seite 178] ές, im Schenkel ernährt, aufgezogen, wie μηροῤῥαφής, Beiw. des Bacchus, das von Einigen auf den indischen Berg Meros bei Nysa bezogen wird, Strab. XV, 687; zu einem Wortspiel benutzt, Ep. ad. 76 b (XI, 329). Bei Orph. H. 51, 3 μηροτρεφής.

Greek (Liddell-Scott)

μηροτρᾰφής: -ές, ὁ ἐν τῷ μηρῷ τραφείς, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 11. 329, Στράβ. 687.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nourri dans la cuisse (de Zeus) ; sel. d’autres nourri sur le mt Mèros, en Inde.
Étymologie: μηρός, τρέφω.

Greek Monolingual

μηροτραφής και μηροτρεφής, -ές (Α)
(ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί μέσα στον μηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -τραφής και -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μουσο-τραφής].

Greek Monotonic

μηροτρᾰφής: -ές (τρέφω), αυτός που ανατράφηκε μέσα στον μηρό, λέγεται για τον Βάκχο (Διόνυσο), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μηροτρᾰφής: вскормленный (доношенный) в бедре (Зевса) (sc. Βάκχος Anth.).

Middle Liddell

μηρο-τρᾰφής, ές τρέφω
thigh-bred, of Bacchus, Anth.