μονόχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[χρώμα]], [[μονοχρώματος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρῶμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>χρωμος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χρωμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[χρώμα]], [[μονοχρώματος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρῶμα]]), [[πρβλ]]. [[λευκό]]-<i>χρωμος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χρωμος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μονόχρωμος:''' Arst. = [[μονόχρως]].
|elrutext='''μονόχρωμος:''' Arst. = [[μονόχρως]].
}}
}}

Revision as of 15:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχρωμος Medium diacritics: μονόχρωμος Low diacritics: μονόχρωμος Capitals: ΜΟΝΟΧΡΩΜΟΣ
Transliteration A: monóchrōmos Transliteration B: monochrōmos Transliteration C: monochromos Beta Code: mono/xrwmos

English (LSJ)

ον, A v.l. for μονόχροος, Arist.GA755a4.

German (Pape)

[Seite 206] = Vorigem, Arist. gen. anim. 5, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόχρωμος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, μονοχρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκό-χρωμος, πολύ-χρωμος].

Russian (Dvoretsky)

μονόχρωμος: Arst. = μονόχρως.