μονόστιχος: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστιχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από έναν στίχο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μονόστιχο</i>(<i>ν</i>)<br />[[ένας]] και μόνο [[στίχος]] ο [[οποίος]] αποτελεί αυτοτελή [[έννοια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στίχος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>στιχος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστιχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από έναν στίχο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μονόστιχο</i>(<i>ν</i>)<br />[[ένας]] και μόνο [[στίχος]] ο [[οποίος]] αποτελεί αυτοτελή [[έννοια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στίχος]] ([[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>στιχος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόστῐχος Medium diacritics: μονόστιχος Low diacritics: μονόστιχος Capitals: ΜΟΝΟΣΤΙΧΟΣ
Transliteration A: monóstichos Transliteration B: monostichos Transliteration C: monostichos Beta Code: mono/stixos

English (LSJ)

ον, A consisting of one verse, ἐπίγραμμα AP11.312 (Lucill.), Luc.Demon.44; μονόστιχα single verses, Plu.Pomp.27.

German (Pape)

[Seite 205] aus einer Reihe, ei nem Verse bestehend; ἐπίγραμμα, Lucill. 75 (XI, 312); Luc. Demon. 44.

Greek (Liddell-Scott)

μονόστῐχος: -ον, ὁ ἐξ ἑνὸς στίχου ἀποτελούμενος, ἐπίγραμμα Ἀνθ. Π. 11. 312· τὰ μ., στίχοι μόνοι ἀποτελοῦντες ἔννοιαν αὐτοτελῆ, Πλουτ. Πομπ. 27· πρβλ. δίστιχος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se compose d’un seul vers.
Étymologie: μόνος, στίχος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόστιχος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από έναν στίχο
2. το ουδ. ως ουσ. το μονόστιχο(ν)
ένας και μόνο στίχος ο οποίος αποτελεί αυτοτελή έννοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + στίχος (πρβλ. πολύ-στιχος)].

Greek Monotonic

μονόστιχος: -ον, αυτός που αποτελείται από έναν μόνο στίχο, σε Ανθ.· τὰ μονόστιχα, μονόστιχα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μονόστῐχος: состоящий из одного лишь стиха (ἐπίγραμμα Anth.): τὰ μονόστιχα Plut. одностишия.

Middle Liddell

μονό-στῐχος, ον
consisting of one verse, Anth.; τὰ μ. single verses, Plut.