ἀκτινοκράτωρ: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκτινοκράτωρ]], ο (Α)<br />αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες του ήλιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτίς]]-<i>ῖνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κράτωρ]] (μεταπλασμένος τ. του τέρματος -<i>κρατής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], <i>κρατῶ</i>, με [[επίδραση]] τών ονομάτων σε -<i>τωρ</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[ρήτωρ]], [[ἰάτωρ]], [[πράτωρ]] κ.λπ.].
|mltxt=[[ἀκτινοκράτωρ]], ο (Α)<br />αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες του ήλιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτίς]]-<i>ῖνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κράτωρ]] (μεταπλασμένος τ. του τέρματος -<i>κρατής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], <i>κρατῶ</i>, με [[επίδραση]] τών ονομάτων σε -<i>τωρ</i>, [[πρβλ]]. [[ρήτωρ]], [[ἰάτωρ]], [[πράτωρ]] κ.λπ.].
}}
}}

Revision as of 15:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτῑνοκράτωρ Medium diacritics: ἀκτινοκράτωρ Low diacritics: ακτινοκράτωρ Capitals: ΑΚΤΙΝΟΚΡΑΤΩΡ
Transliteration A: aktinokrátōr Transliteration B: aktinokratōr Transliteration C: aktinokrator Beta Code: a)ktinokra/twr

English (LSJ)

A lord of the sun's rays, PMag.Berol.1.200.

Greek Monolingual

ἀκτινοκράτωρ, ο (Α)
αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς-ῖνος + -κράτωρ (μεταπλασμένος τ. του τέρματος -κρατής < κράτος, κρατῶ, με επίδραση τών ονομάτων σε -τωρ, πρβλ. ρήτωρ, ἰάτωρ, πράτωρ κ.λπ.].