ἐκάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(10)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑκάς]], αττ. τ. ἕκας (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[μακριά]], [[μακριά]] από, σε [[απόσταση]] («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)<br /><b>2.</b> (με γεν. ως καταχρηστική [[πρόθεση]]) [[μακριά]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[εκτός]]<br /><b>3.</b> προ πολλού<br /><b>4.</b> [[μετά]] από πολύ [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. <i>έ</i> και [[επίθημα]] -<i>κας</i>, που δηλώνει επιμερισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανδρακάς]], «ανά άνδρα», αρχ. ινδ. <i>śata</i>-<i>śah</i> «ανά [[εκατό]]»)].
|mltxt=[[ἑκάς]], αττ. τ. ἕκας (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[μακριά]], [[μακριά]] από, σε [[απόσταση]] («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)<br /><b>2.</b> (με γεν. ως καταχρηστική [[πρόθεση]]) [[μακριά]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[εκτός]]<br /><b>3.</b> προ πολλού<br /><b>4.</b> [[μετά]] από πολύ [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. <i>έ</i> και [[επίθημα]] -<i>κας</i>, που δηλώνει επιμερισμό ([[πρβλ]]. [[ανδρακάς]], «ανά άνδρα», αρχ. ινδ. <i>śata</i>-<i>śah</i> «ανά [[εκατό]]»)].
}}
}}

Revision as of 15:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκάς Medium diacritics: ἐκάς Low diacritics: εκάς Capitals: ΕΚΑΣ
Transliteration A: ekás Transliteration B: ekas Transliteration C: ekas Beta Code: e)ka/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, a division of land (?), Rev.Phil.48.98 (Dura).

Spanish (DGE)

uelἑκάς, -άδος, ἡ
sent. dud., n. de una división o lote de terreno PDura 15a.1 (II a.C.) (quizá ἑκ-).

Greek Monolingual

ἑκάς, αττ. τ. ἕκας (Α)
επίρρ.
1. μακριά, μακριά από, σε απόσταση («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)
2. (με γεν. ως καταχρηστική πρόθεση) μακριά από κάποιον ή από κάτι, εκτός
3. προ πολλού
4. μετά από πολύ χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. έ και επίθημα -κας, που δηλώνει επιμερισμό (πρβλ. ανδρακάς, «ανά άνδρα», αρχ. ινδ. śata-śah «ανά εκατό»)].