ἑτεροσχημάτιστος: Difference between revisions
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτεροσχημάτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικά σχηματισμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἑτεροσχημάτιστον]]<br />η [[εναλλαγή]] γραμματικού τύπου ως ρητορικό [[σχήμα]], όπως ενός ρήματος σε [[μετοχή]] ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχηματίζω]]), | |mltxt=[[ἑτεροσχημάτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικά σχηματισμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἑτεροσχημάτιστον]]<br />η [[εναλλαγή]] γραμματικού τύπου ως ρητορικό [[σχήμα]], όπως ενός ρήματος σε [[μετοχή]] ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχηματίζω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>σχημάτιστος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A differently formed: τὸ ἑ. change of grammatical form, as a figure of speech, Phoeb.Fig.1.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροσχημάτιστος: -ον, διαφόρως ἐσχηματισμένος: τὸ ἑτεροσχημάτιστον, «ἑτεροσχημάτιστον δὲ ἐστιν ἐναλλαγὴ ῥήματος εἰς μετοχήν, ἤ καθ’ ἑαυτὸ ἤ μετὰ συνδέσμου, ἤ καὶ ῥήματος ἀπὸ ἐγκλίσεως εἰς ἔγκλισιν, ὡς ἴνα ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν, ‘ἐπειδὴ ἔτρεχεν ὁ δεῖνα, τόδε ἐγένετο’, εἴπω ‘τρέχοντος τοῦ δεῖνα τόδε ἐγένετο’» Φοιβάμμωνος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σ. 503.
Greek Monolingual
ἑτεροσχημάτιστος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι διαφορετικά σχηματισμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεροσχημάτιστον
η εναλλαγή γραμματικού τύπου ως ρητορικό σχήμα, όπως ενός ρήματος σε μετοχή ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχηματιστος (< σχηματίζω), πρβλ. α-σχημάτιστος].