ἡμίπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίπτωτος]], -ον)<br />μισοπεσμένος, [[μισογκρεμισμένος]], μισοερειπωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έκ</i>-<i>πτωτος</i>, <i>ομοιό</i>-<i>πτωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίπτωτος]], -ον)<br />μισοπεσμένος, [[μισογκρεμισμένος]], μισοερειπωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), [[πρβλ]]. <i>έκ</i>-<i>πτωτος</i>, <i>ομοιό</i>-<i>πτωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίπτωτος Medium diacritics: ἡμίπτωτος Low diacritics: ημίπτωτος Capitals: ΗΜΙΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: hēmíptōtos Transliteration B: hēmiptōtos Transliteration C: imiptotos Beta Code: h(mi/ptwtos

English (LSJ)

ον, (πίπτω) A half-fallen, Suid. s.v. ἐρείπιον.

German (Pape)

[Seite 1169] halb eingestürzt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίπτωτος: -ον, (πίπτω) κατὰ τὸ ἥμισυ πεσών, Ἡσύχ, ἐν λ. ἐρείπιον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίπτωτος, -ον)
μισοπεσμένος, μισογκρεμισμένος, μισοερειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. έκ-πτωτος, ομοιό-πτωτος].