ἱστιορράφος: Difference between revisions

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱστιορράφος]] και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ράβει ή επισκευάζει [[ιστία]]<br /><b>2.</b> [[δολοπλόκος]], [[μηχανορράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μηχανο</i>-<i>ρράφος</i>, <i>νευρο</i>-<i>ρράφος</i>].
|mltxt=[[ἱστιορράφος]] και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ράβει ή επισκευάζει [[ιστία]]<br /><b>2.</b> [[δολοπλόκος]], [[μηχανορράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]]), [[πρβλ]]. <i>μηχανο</i>-<i>ρράφος</i>, <i>νευρο</i>-<i>ρράφος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἱστιορράφος:''' (ᾰ) ὁ досл. парусный мастер, парусник, ирон. мошенник Arph.
|elrutext='''ἱστιορράφος:''' (ᾰ) ὁ досл. парусный мастер, парусник, ирон. мошенник Arph.
}}
}}

Revision as of 16:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστιορράφος Medium diacritics: ἱστιορράφος Low diacritics: ιστιορράφος Capitals: ΙΣΤΙΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: histiorráphos Transliteration B: histiorraphos Transliteration C: istiorrafos Beta Code: i(stiorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ῥάπτω) A sailpatcher, CIG9175, Poll.7.160. 2 metaph., tricky, cheating fellow, Ar.Th.935:—also ἱστιαρράφος, Gramm.in Reitzenstein Ind.Lect. Rost.1892/3p.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστιορράφος: ᾰ, ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων ἢ ἐπισκευάζων ἱστία, Συλλ. Ἐπιγρ. 9175, Πολυδ. Ζ΄. 160. 2) μεταφ., μηχανορράφος, δολοπλόκος, ἀπατηλός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 935.

Greek Monolingual

ἱστιορράφος και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)
1. αυτός που ράβει ή επισκευάζει ιστία
2. δολοπλόκος, μηχανορράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. μηχανο-ρράφος, νευρο-ρράφος].

Russian (Dvoretsky)

ἱστιορράφος: (ᾰ) ὁ досл. парусный мастер, парусник, ирон. мошенник Arph.