ὠδινολύτης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[ονομασία]] ψαριού) αυτός που απαλλάσσει από τους πόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠδίς]], -<i>ῖνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λύω</i>), | |mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[ονομασία]] ψαριού) αυτός που απαλλάσσει από τους πόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠδίς]], -<i>ῖνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λύω</i>), [[πρβλ]]. <i>χρησμο</i>-[[λύτης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, A setting free from pain, name of a kind of shell-fish, Plin.HN32.6.
Greek (Liddell-Scott)
ὠδῑνολύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ λύων τὰς ὠδῖνας, ἐπίθετον ἰχθύος ὃς ἐκαλεῖτο ἐχενηΐς, Λατιν. remora, Πλίν. 32. 1.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως ονομασία ψαριού) αυτός που απαλλάσσει από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠδίς, -ῖνος + -λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο-λύτης].